κουντώ

κουντώ
κουντῶ, -άω (Μ)
βλ. σκουντώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μάτιν — μάτιν, τὸ (Μ) ιμάτιο, ένδυμα, ρούχο («κουντῶ τὸν συψωμήτην μου, σύρνω τον ἐκ τὸ μάτιν», Πρόδρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτι(ο)ν, με αποβολή τού αρκτικού άτονου ι ] …   Dictionary of Greek

  • σκουντώ — άω, Ν 1. ωθώ βίαια, σπρώχνω («έκανε ολόκληρη φασαρία επειδή κάποιος στο λεωφορείο τόν σκούντησε») 2. μτφ. ενθαρρύνω, παροτρύνω ή και πιέζω κάποιον να κάνει κάτι («πάντοτε πρέπει να τόν σκουντώ για να διαβάσει») 3. (αλληλοπαθ.) σκουντιώμαι και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”